Το ντοκιμαντέρ της Σελάνας Ε. Βροντή με τίτλο «Η Πολυκατοικία» θα προβληθεί στον κινηματογράφο Δαναός το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου στις 17:00, προσφέροντας μια συγκινητική και αναστοχαστική ματιά στην καθημερινή ζωή μιας αθηναϊκής πολυκατοικίας με φόντο την ελληνική κρίση του 2010. Την ταινία θα προλογίσει η δημοσιογράφος Έφη Αλεβίζου. Στο τέλος της προβολής, θα ακολουθήσει συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα, την οποία θα συντονίσει η δημοσιογράφος Χρύσα Κακιώρη.
Περιγραφή
Η «Πολυκατοικία» λειτουργεί σαν memento mori (ενθύμιο θανάτου). Περιγράφει από τη μία, την αποδόμηση της πολυκατοικίας της αντιπαροχής ως μοντέλου μαζικής στέγασης, και από την άλλη, τη διάλυση της ελληνικής κοινωνίας. Κυρίως, όμως, μιλά για το αργό θάνατο του ανθρώπου ως πολιτικού όντος αντιπαραβάλλοντας το «γκρέμισμα» της οικίας, της εστίας, του σπιτιού, του σπιτικού.
«Σε μια ταινία τεκμηρίωσης το μισό μέρος της δουλειάς είναι η παρατήρηση. Όμως έχει σημασία ποιος ή ποια παρατηρεί. Όπως και το ποιος ή ποια κρατάει την κάμερα και κινηματογραφεί» σχολιάζει η σκηνοθέτις. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μια μόνη μητέρα δύο ανήλικων παιδιών. Υπό το άγρυπνο βλέμμα της, βλέπουμε να συμβαίνουν σε πραγματικό χρόνο όλα όσα απασχολούν σήμερα την αρχιτεκτονική κοινότητα και την επικαιρότητα: όπως η ενεργειακή φτώχεια, το gentrification, τα airbnb, οι κινέζικες βίζες, ο υπερτουρισμός, η αύξηση ενοικίων, το καθεστώς ιδιοκτησίας, η αγορά και η απώλεια της κατοικίας, η μη επικοινωνία ανάμεσα στους κατοίκους, η μοναξιά των ανθρώπων των σύγχρονων πόλεων, το πρόβλημα της αστεγίας.
Η Σελάνα Ε. Βροντή χρησιμοποιεί μια κινηματογραφική γλώσσα διαφορετική. Μια γλώσσα την οποία δεν έχουν συνηθίσει τόσο οι άνθρωποι του κινηματογράφου (όπου κυριαρχεί το ανδρικό βλέμμα) όσο και εκείνοι που εργάζονται στον τομέα της τέχνης (όπου το ντοκιμαντέρ δεν έχει κατακτήσει ακόμη καλλιτεχνικά τη θέση που του αξίζει).
Βιογραφικό σκηνοθέτιδας
H Σελάνα E. Βροντή ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Είναι δημοσιογράφος & κινηματογραφίστρια. Έχει σπουδάσει Επικοινωνία, ΜΜΕ και Πολιτισμό (Πάντειο Πανεπιστήμιο), Ντοκιμαντέρ (University of the Arts London) και Ψηφιακές Τέχνες (Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών). Έχει σκηνοθετήσει, μεταξύ άλλων, τρία υποκειμενικά ντοκιμαντέρ, το «Εγώ, εγώ, εσύ αχ αυτοί» (2004), ο «Ζορρό ο Γάτος» (2012) και η «Πολυκατοικία» (2020). Τα δύο πρώτα της έργα έχουν προβληθεί στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η «Πολυκατοικία» μέσα από τα λόγια της σκηνοθέτιδος:
«Φαινομενικά είναι ένα ντοκιμαντέρ για το ιδιαίτερο αυτό αρχιτεκτονικό μοντέλο που έχει σφραγίσει τον χαρακτήρα των πόλεων μας. Όμως, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, και ούτε θα πρέπει. Είναι το προφίλ μιας αθηναϊκής πολυκατοικίας, αλλά όχι οποιασδήποτε, της δικής μου. Είναι ένα έργο για το μέρος που εγώ ζω, εκεί που βρίσκεται το σπίτι μου.»
Την ταινία θα προλογίσει η δημοσιογράφος Έφη Αλεβίζου. Στο τέλος της προβολής, θα ακολουθήσει συζήτηση με τη σκηνοθέτιδα, την οποία θα συντονίσει η δημοσιογράφος Χρύσα Κακιώρη
«Η πολυκατοικία» μέσα από τη ματιά του δημοσιογράφου της Lifo, Δημήτρη Πολιτάκη
«Η πολυκατοικία» είναι μια περιδίνηση και μια εσωτερική ματιά, άλλοτε διαισθητικά μελαγχολική κι άλλοτε ‘ρεπορταζιακά’ απόμακρη, στον μικρόκοσμο ενός τυπικού τέτοιου μεσήλικου (πεντηκονταετίας και άνω) κτιρίου στο αθηναϊκό κέντρο (ή απόκεντρο) και σε όλα εκείνα τα στοιχεία και τις ιδέες που μπορεί να τον απαρτίζουν στη συνείδησή μας. Ο φωταγωγός που αφουγκράζεται τα γέλια και τους καημούς αντηχώντας ψιθύρους και κραυγές, το ασανσέρ που χαλά, τα κοινόχρηστα, ο περιθωριοποιημένος ακάλυπτος με τον μυστικό κήπο του, οι γωνιές ανάσας, οι ουδέτερες ζώνες, οι φωνές, η σιωπή, η παρακμή, η εγκατάλειψη, η διακριτικότητα, η αδιακρισία, η αρχή και το τέλος των ψευδαισθήσεων, η απομόνωση, η αναγκαστική συνύπαρξη, η δυσλειτουργική κοινότητα που αναγκαστικά συνυπάρχει σε μια πολυκατοικία.
Η μοναξιά, η μισαλλοδοξία, η τρυφερότητα. Η ψευδής νοσταλγία του παλιού και ο αληθινός φόβος του καινούριου, που, όπως και το γήρας, μοιάζει ακατανόητο και αδυσώπητο, ο φόβος της ετερότητας, ο φόβος των ξένων. Τα επισφαλή μικρομάγαζα στο ισόγειο. «Να πάω στο χωριό μου να ψαρεύω και να κοιτάζω την θάλασσα», ονειρεύεται ο ηλικιωμένος ράφτης που σκέφτεται να ενδώσει τελικά στην προτροπή του γιου του να κάνουν το μαγαζί κάτι που να πουλάει «καφέ και τυρόπιτες».
Η κάμερα χτυπά συνθηματικά τις πόρτες και μπαίνει στα διαμερίσματα. Στην ταινία εκπροσωπούνται διάφορα μέλη αυτού του ετερόκλητου θιάσου: ιδιοκτήτες, ενοικιαστές, περιστασιακοί, μόνιμοι, παλιοί, νέοι, ξένοι, γέροι, παιδιά, οι πρωταγωνιστές, οι δεύτεροι, οι κομπάρσοι. Και στην ατμόσφαιρα μοιάζουν να πλανώνται οι προηγούμενες ζωές του κτιρίου πάνω από τα ατέλειωτα μερεμέτια, τις συνελεύσεις, τις προστριβές, τις εχθροπραξίες, τους μικρούς εμφύλιους, τις εκεχειρίες. Τα διαμερίσματα ως χώροι ιδιωτικής ύπαρξης και αυτονομίας, αλλά και ως μαυσωλεία προσδοκιών και ως πυριτιδαποθήκες μικρών εντάσεων που κρύβουν μεγάλες απογοητεύσεις.
Η συγκεκριμένη πολυκατοικία βρίσκεται στο Κουκάκι, αν όχι στο κέντρο, σίγουρα στην παραμεθόριο μιας ραγδαίας διαδικασίας gentrification που ούτε η Κρίση – η οποία στοιχειώνει την ατμόσφαιρα της ταινίας – δεν μπόρεσε να ανασχέσει. Υπάρχουν έμμεσες και άμεσες αναφορές στο Airbnb ή στις ‘κινέζικες βίζες’, εμφανίζονται στους γύρω δρόμους τουριστικά πούλμαν, πολυτελή αυτοκίνητα, μίνι βαν και νεκροφόρες. «Η πολυκατοικία» όμως μοιάζει να αφηγείται κάτι πιο διαχρονικό και πιο διαβρωτικό, όπως μαρτυρούν ίσως οι υποβλητικά ελεγειακές βινιέτες στο τέλος της ταινίας